πάθος

πάθος
πάθος, ους, τό (πάσχω; Trag., Hdt.+)
that which is endured or experienced, suffering (Trag., Hdt. et al.; Diod S 1, 97, 4 τὰ πάθη τῶν θεῶν [various painful experiences of the gods: the battle against the Titans, etc.]; Jos., Ant. 15, 57; 16, 315; Just., A I, 22, 4; Ath. 30, 4), so in our lit. only in B 6:7 and in Ign. (but freq. in his wr.), and always in the sing., w. ref. to the physical sufferings of Christ (so also B 6:7; cp. Just., D. 97, 3 εἰς τὸ πάθος καὶ τὸν σταυρόν; Iren. 3, 18, 3 [Harv. II 97, 3]; Orig., C. Cels. 1, 54, 2). IEph 20:1; IMg 5:2; ITr ins; 11:2; IPhld 9:2. τὸ θεομακάριστον π. ISm 1:2. τὸ π. τοῦ θεοῦ μου IRo 6:3. By his own baptism and by his suffering Christ consecrated the baptismal water for the Christians IEph 18:2. ἀγαλλιᾶσθαι ἐν τῷ π. τοῦ κυρίου rejoice in the Passion of the Lord IPhld ins. μετανοεῖν εἰς τὸ π. change the mind about the suffering ISm 5:3. Of the church ἐκλελεγμένη ἐν πάθει ἀληθινῷ chosen by the real Passion IEph ins. Used beside ἀνάστασις, so that it is equivalent to θάνατος (Appian, Bell. Civ. 1, 28 §129 the death of Nonius; 1, 38 §169 of Drusus; 5, 59 §250. S. πάσχω 3aα) IMg 11: ISm 7:2; 12:2. τῷ π. συγκατατίθεσθαι agree with, have a share in the Passion (of Christ) IPhld 3:3.
experience of strong desire, passion (Pla. et al.; oft. 4 Macc; Philo; Jos., C. Ap. 1, 214; Ar. 8, 2; Just., A I, 53, 12; Tat. 19, 3; Ath.; οὐ π. τοῦ θεοῦ ἐστιν ἡ ὀργή Orig., C. Cels. 4, 72, 1), esp. of a sexual nature (Pla.; PMich 149 VI, 30 [II A.D.] π. αἰσχρόν; Ps.-Phoc. 194; Jos., Ant. 2, 53; Did., Gen. 138, 1) ἐν πάθει ἐπιθυμίας in lustful passion 1 Th 4:5 (Ath. 21, 1 πάθη ὀργῆς καὶ ἐπιθυμίας). Abs. (w. other vices, some of which are also sexual in character) Col 3:5. Of an adulterous woman: ἐπιμένειν τῷ π. τούτῳ persist in this passion Hm 4, 1, 6. Pl. πάθη ἀτιμίας disgraceful passions Ro 1:26.—Also of the passion of anger Hs 6, 5, 5 v.l. (Cp. τὸ τῆς φιλαργυρίας π. Did., Gen. 126, 15.)—RRabel, Diseases of the Soul in Stoic Psychology: Greek, Roman, and Byzantine Studies 22, ’81, 385–93. S. on πάσχω, end.—B. 1089f. DELG s.v. πάσχω. M-M. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Πάθος —         (pathos) (греч.) страсть, страдание; состояние, свойство. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • πάθος — that which happens neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάθος — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη …   Dictionary of Greek

  • παθός — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη …   Dictionary of Greek

  • πάθος — το γεν. ους, πληθ. τα πάθη και πάθια 1. αρρώστια, νόσημα σωματικό. 2. περιπέτεια, βάσανο, μαρτύριο: Υπόφερε του Χριστού τα πάθη. 3. ζωηρό συναίσθημα, ορμή, μίσος κτλ.: Μισεί με πάθος τους ψεύτες. 4. ζωηρή τάση, επιθυμία για κάτι: Έχει πάθος με τη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παθός — ο ού, αυτός που έπαθε κάτι και ξέρει για το λόγο αυτό: Ο παθός είναι μαθός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. — πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. См. По ране и пластырь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πάθει — πάθος that which happens neut nom/voc/acc dual (attic epic) πάθεϊ , πάθος that which happens neut dat sg (epic ionic) πάθος that which happens neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθιάζω — [πάθος] 1. προκαλώ σε κάποιον έντονο ενδιαφέρον, πάθος για κάτι («προσπαθεί να τήν παθιάσει από μικρή με τον χορό») 2. (το ενεργ. και το μέσ.) παθιάζομαι α) υποφέρω από οργανική ή ψυχική ασθένεια («επάθιασε από τα βάσανα και τις πίκρες».) β)… …   Dictionary of Greek

  • παθοῖν — πάθος that which happens neut gen/dat dual (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθέεσσι — πάθος that which happens neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”